Τα παρατεταμένα lockdowns που επιβλήθηκαν για την μείωση της μετάδοσης του ιού Covid-19 επηρέασαν την καθημερινότητα μας, με επικίνδυνες επιπτώσεις στην ψυχική ζωή και ευεξία. Έτσι, ο συνδυασμός στρες, άγχους και καταθλιπτικής διάθεσης επηρέασε και τις διατροφικές συμπεριφορές. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού στο σπίτι ή υιοθετήθηκε μια πιο ανθυγιεινή διατροφή, κυρίως πλούσια σε υδατάνθρακες.
Κατά την διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκαν δυσλειτουργικές διατροφικές πρακτικές όπως η συναισθηματική υπερφαγία (Emotional eating), δηλαδή επεισόδια κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων φαγητού ως αντίδραση σε αισθήματα άγχους και φόβου που προκαλούν ψυχική διέγερση. Μάλιστα φαίνεται πως τείνουμε να καταναλώνουμε «νόστιμα» φαγητά που είναι πλούσια σε ζάχαρη και λιπαρά για να κατευνάσουμε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Συγκεκριμένα, αυτές οι «νόστιμες» τροφές τείνουν να μεταβολίζονται πολύ γρήγορα και να ανεβάζουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Άμεσο αποτέλεσμα είναι η αυξημένη ενέργεια που μετριάζει τα αισθήματα ψυχικής έντασης και κόπωσης. Έτσι, μπορεί να συνεχίζουμε να καταναλώνουμε τέτοιες τροφές επειδή μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα.
Σε μία έρευνα στην Ιταλία κατά την διάρκεια του lockdown, όπου συμμετείχαν 365 άτομα βρέθηκε πως υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης συνδέθηκαν με υψηλότερα ποσοστά συναισθηματικής υπερφαγίας. Ίσως, η έλλειψη προσωπικού χώρου, η έλλειψη πρόσβασης σε εξωτερικές δραστηριότητες και πιθανές οικονομικές δυσκολίες να έκαναν τα άτομα πιο ευάλωτα στο άγχος. Το μη υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο φαίνεται επίσης να σχετίζεται με την συναισθηματική υπερφαγία η οποία, σε αυτή την περίπτωση αποδείχτηκε αποτελεσματικός μηχανισμός διαχείρισης των στρεσογόνων γεγονότων. Φαίνεται λοιπόν πως η «στέρηση» της ζωής μέσω της κοινωνικής απομόνωσης έκανε τον κόσμο να «παλινδρομήσει» και να αναζητήσει της στοματική ηδονή μέσω της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων φαγητού.
Επίσης, βρέθηκε πως μία μερίδα των συμμετεχόντων που ανέφεραν καλή ποιότητα ζωής αλλά και αλεξιθυμία, δηλαδή αδυναμία αναγνώρισης και περιγραφής των συναισθημάτων τους, ήταν πιο πιθανό να επιδοθούν σε συναισθηματική υπερφαγία. Ίσως, η μεγάλη διαθεσιμότητα πόρων και φαγητού, οδήγησε τα αλεξιθυμικά άτομα να προσπαθήσουν να ρυθμίσουν τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις μέσω του φαγητού, καθώς τα ίδια δυσκολεύονταν να περιγράψουν και να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και τις αντιδράσεις του σώματος τους (π.χ. αίσθημα κορεσμού).
Τέλος, φαίνεται πως όταν τα περιοριστικά μέτρα του lockdown χαλάρωσαν, ο κόσμος ήταν σε θέση να διαχειριστεί καλύτερα το στρες του και περιόρισε τα συναισθηματικά επεισόδια υπερφαγίας.
Λαφαζάνη Περσεφόνη
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Cecchetto, C., Aiello, M., Gentili, C., Ionta, S., & Osimo, S. A. (2021). Increased emotional eating during COVID-19 associated with lockdown, psychological and social distress. Appetite, 160, 105122.