Το στοιχείο της αβεβαιότητας στις αρχικές φάσεις μιας διαπροσωπικής σχέσης μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας διέγερσης και έλξης. Η απουσία σταθερών ενδείξεων ενδιαφέροντος, η απρόβλεπτη επικοινωνία, τα αμφίσημα σήματα και η εναλλαγή εγγύτητας με αποστασιοποίηση συντηρούν ένα είδος συναισθηματικής έντασης, το οποίο συχνά παρερμηνεύεται ως πάθος ή γνήσιο ενδιαφέρον. Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτό το μοτίβο σχετίζεται με την αποφευκτική προσκόλληση, ένα ψυχολογικό πρότυπο δεσμού που χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ανάπτυξη ουσιαστικής συναισθηματικής σύνδεσης και από την τάση αποφυγής της εγγύτητας.
Η αποφευκτική γυναίκα συχνά παρουσιάζει συμπεριφορές που μπορεί επιφανειακά να ερμηνευτούν ως δείγματα ανεξαρτησίας ή δυσκολίας στην έκφραση συναισθημάτων. Ωστόσο, σε βαθύτερο επίπεδο, αυτές οι συμπεριφορές αποτελούν μηχανισμούς άμυνας που εδράζονται σε αισθήματα ανασφάλειας, φόβου εγκατάλειψης ή απόρριψης, καθώς και σε ένα ευάλωτο ναρκισσιστικό σύμπλεγμα. Η διατήρηση απόστασης από εν δυνάμει ερωτικούς συντρόφους λειτουργεί προστατευτικά, καθώς η πιθανότητα απόρριψης δεν αφορά τον αυθεντικό εαυτό αλλά μία επιφανειακή, ελεγχόμενη εκδοχή του. Με τον τρόπο αυτό, η απώλεια δεν βιώνεται ως προσωπική απόρριψη, γεγονός που ενισχύει τον φαύλο κύκλο της συναισθηματικής αποστασιοποίησης.
Η ρίζα αυτών των μοτίβων συχνά ανιχνεύεται στις πρώιμες σχέσεις προσκόλλησης, κυρίως με τον πρωτογενή φροντιστή, συνήθως τη μητέρα. Οι γυναίκες που αναπτύσσουν αποφευκτικό δεσμό προσκόλλησης έχουν συχνά μεγαλώσει σε περιβάλλον όπου οι συναισθηματικές τους ανάγκες δεν αναγνωρίστηκαν, παραμελήθηκαν ή αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα και κριτική. Η μητέρα ενδέχεται να υπήρξε επικριτική, συναισθηματικά απόμακρη ή υπερβολικά απαιτητική, προβάλλοντας τις δικές της ανασφάλειες και ανεκπλήρωτες προσδοκίες στο παιδί. Η κόρη, στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον δεσμό με τη μητέρα, μαθαίνει να καταστέλλει την αυθεντική της έκφραση, να προσαρμόζεται και τελικά να αποσύρεται από την αναζήτηση εγγύτητας, την οποία έχει συνδέσει με τον κίνδυνο απόρριψης ή μη αποδοχής.
Η αναγνώριση και η παραδοχή της ύπαρξης αυτών των μοτίβων είναι το πρώτο βήμα για την υπέρβασή τους. Η αποφευκτική γυναίκα μπορεί να αρχίσει να εργάζεται προς την κατεύθυνση της συναισθηματικής αυθεντικότητας και σύνδεσης, μέσα από διαδικασίες ψυχοθεραπείας που εστιάζουν στην αναγνώριση και επεξεργασία των πρώιμων βιωμάτων, στην αποδόμηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και στην ανάπτυξη ασφαλέστερων τρόπων συσχέτισης. Μέσα από έναν ασφαλή θεραπευτικό δεσμό και την ενίσχυση της αυτογνωσίας, μπορεί σταδιακά να αποδεχτεί τον εαυτό της χωρίς να χρειάζεται να τον κρύβει, επιτρέποντας έτσι στον εαυτό της να σχετιστεί ουσιαστικά και με λιγότερο φόβο. Η ψυχοθεραπευτική σχέση θα λειτουργήσει ως μία επανορθωτική εμπειρία. Η πορεία αυτή δεν είναι γραμμική ούτε εύκολη, ωστόσο προσφέρει τη δυνατότητα για βαθύτερη προσωπική εξέλιξη και την εμπειρία αυθεντικής σύνδεσης, που αποτελεί θεμέλιο ψυχικής ευεξίας και ανθρώπινο ζητούμενο.
Κακούρου Άρτεμις Αναστασία, Ψυχολόγος MSc, Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.