Φόβος δέσμευσης και φόβος απόρριψης: τα δύο εμπόδια στην συναισθηματική μας έκφραση

O όρος «συναισθηματική νοημοσύνη» καθιερώθηκε στην επιστημονική κοινότητα όταν το 1995 ο Daniel Goleman παρουσίασε την ιδέα ότι η ικανότητα κατανόησης και επεξεργασίας των συναισθηματικών πληροφοριών είναι μια αναπόσπαστη ιδιότητα του ανθρώπου. Μέρος της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι και η έκφραση των συναισθημάτων μέσω του γραπτού λόγου, με τη γλώσσα του σώματος ή μιλώντας με άλλους ανθρώπους.

Ωστόσο, δεν είναι εύκολο για όλους να εκφράσουν τα συναισθήματα τους σε κάποιον άλλον, πόσω μάλλον σε έναν νέο ερωτικό σύντροφο. Αν και οι κοινωνικές αντιλήψεις θεωρούν πως οι άντρες τείνουν να είναι πιο αποστασιοποιημένοι από τα συναισθήματα τους, σε σχέση με τις γυναίκες, ο καθένας μας, σε κάποια στιγμή της ζωή του μπορεί να δυσκολευτεί να επικοινωνήσει πώς νιώθει. Διάφορες σκέψεις και προβληματισμοί εμπλέκονται και επηρεάζουν την απόφαση μας για το αν και κατά πόσο θα μοιραστούμε με το ταίρι μας τα θετικά συναισθήματα που νιώθουμε για εκείνο. Μάλιστα, οι δυο πιο συνηθισμένοι λόγοι που μας «απομακρύνουν» από την απόφαση να δηλώσουμε τι αισθανόμαστε, είναι ο φόβος της δέσμευσης και ο φόβος της απόρριψης.

Στην περίπτωση του φόβου της δέσμευσης, κάποια άτομα δυσκολεύονται να πουν στον άλλο «είμαι ερωτευμένος μαζί σου», «σε θέλω», γιατί αισθάνονται πως δεν είναι έτοιμοι να δώσουν μια υπόσχεση την οποία, αφενός δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να τηρήσουν και αφετέρου, γιατί πολλές φορές αμφισβητούν και οι ίδιοι τα συναισθήματα τους. Οι προηγούμενες εμπειρίες και τα είδη δεσμού με τους σημαντικούς άλλους (πχ. γονείς) φαίνεται να διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο.

Στον φόβο της απόρριψης τα πράγματα δεν διαφέρουν πολύ. Το άτομο αισθάνεται πως τα δικά του συναισθήματα είναι πιο δυνατά και ότι εάν τα μοιραστεί, ο σύντροφός του θα χάσει το ενδιαφέρον του ή ακόμα και θα τον απορρίψει. Το άτομο πιστεύει ότι αν μιλήσει ανοιχτά στον άλλον για το πώς νιώθει για εκείνον, θα φανεί ευάλωτο στα μάτια του. Ο νέος έρωτας είναι μια αχαρτογράφητη περιοχή με ρίσκα. Όσο περισσότερο πορευόμαστε μαζί, τόσο περισσότερα επενδύουμε και δημιουργούμε ισχυρούς δεσμούς, με αποτέλεσμα να επηρεαζόμαστε περισσότερο και να αυξάνονται αυτά που έχουμε να χάσουμε, αν η σχέση δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας. Ειδικά, όταν έχουμε ήδη πληγωθεί συναισθηματικά στο παρελθόν, ο φόβος μήπως αυτό επαναληφθεί και στην τωρινή σχέση ενισχύεται.

Οι παρελθοντικές εμπειρίες δεν αφορούν μόνο προηγούμενες ερωτικές σχέσεις. Αντίθετα, ξεκινούν από την παιδική ηλικία και από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβανόταν το περιβάλλον του και αλληλεπιδρούσε με αυτό. Αν, για παράδειγμα, οι οικογενειακοί δεσμοί είχαν διαταραχθεί στην παιδική ηλικία, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει τον φόβο της δέσμευσης και της απόρριψης στις ενήλικες διαπροσωπικές του σχέσεις.

Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι ότι η συναισθηματική εγγύτητα δεν εκφράζεται μόνο λεκτικά αλλά και με συμπεριφορές. Μάλιστα, αρκετοί άνθρωποι προτιμούν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους με πράξεις και όχι με λόγια (πχ. επιλέγουν μια δραστηριότητα που ευχαριστεί τον σύντροφο τους και ας μην έχουν διάθεση ή είναι κουρασμένοι). Ωστόσο, σε μια ερωτική σχέση, η ανάγκη της λεκτικής συναισθηματικής έκφρασης είναι καθοριστικής σημασίας και η απουσία της μπορεί να εγείρει ερωτηματικά στον σύντροφο, όπως «μήπως δεν με θέλει;», «μήπως δεν είναι αμοιβαία τα συναισθήματα μας;», «έχει νόημα να παραμένω σε αυτήν την σχέση;”. Αυτοί οι προβληματισμοί μπορεί τον οδηγήσουν στο να γίνει, είτε πιο απαιτητικός, ζητώντας από τον άλλον να γίνει πιο «συναισθηματικός», είτε πιο υποχωρητικός και απόμακρος.

Η επαφή με τα συναισθήματα μας, και κατ’ επέκταση η έκφραση τους, μπορεί να μας κάνει όχι μόνο καλύτερους ανθρώπους αλλά και καλύτερους συντρόφους ή και γονείς. Η υγιής επικοινωνία ενός ζευγαριού είναι πολύ σημαντική για την συναισθηματική και σεξουαλική του εγγύτητα και την ευοίωνη πορεία αυτής της δυαδικής σχέσης. Οι δυο ερωτικοί σύντροφοι, αποκτώντας επίγνωση του εαυτού τους και των επικοινωνιακών χειρισμών τους, μπορούν ν’ αναζητήσουν και να εντοπίσουν αποτελεσματικότερους τρόπους επικοινωνίας και συνεπώς να βελτιώσουν τη σχέση τους. Παρόλα αυτά, πολλά ζευγάρια αποτυγχάνουν να το επιτύχουν χωρίς τη βοήθεια ειδικού ο οποίος με τους κατάλληλους θεραπευτικούς χειρισμούς θα τους βοηθήσει να εντοπίσουν τι πραγματικά αναζητούν από τη σχέση τους και πώς θα το εκφράσουν με έναν υγιή τρόπο.

Διδυμοπούλου Αγγελική

Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT

Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.