Η βία των ανηλίκων είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Πρόκειται για περιπτώσεις, όπου παιδιά και έφηβοι συμμετέχουν σε βίαιες πράξεις, είτε αυτές εκδηλώνονται μεταξύ συνομηλίκων, σε σχολικούς χώρους, είτε σε ευρύτερα κοινωνικά περιβάλλοντα. Ωστόσο, η βία ανηλίκων δεν αποτελεί ένα σύγχρονο φαινόμενο, είναι συνυφασμένη με τη ζωή και την εφηβική ανάπτυξη, αυτό που παρατηρούμε, όμως, έντονα είναι ο περισσότερος θυμός, που εκφράζεται με επιθετικότητα και εγκληματικότητα. Ποιες είναι οι αιτίες της βίας ανηλίκων;
Πλέον, τα παιδιά γεννιούνται με ένα κινητό και με δεδομένο ότι τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής είναι η πιο σημαντική περίοδος ανάπτυξης του ανθρώπινου εγκεφάλου, καθώς σχηματίζονται τα νευρωνικά δίκτυα και κυκλώματα που αφορούν βασικές ανώτερες λειτουργίες, που συνδέονται με τη λογική, την ενσυναίσθηση, την κοινωνικότητα και το ηθικό συναίσθημα, η χρήση των οθονών αλλάζει την πραγματικότητα που γνωρίζαμε έως σήμερα. Έχουμε πλέον να κάνουμε με έναν εγκέφαλο ο οποίος μεγαλώνει διαφορετικά, αναπτύσσεται διαφορετικά, συμπεριφέρεται διαφορετικά, με τα παιδιά να επικοινωνούν μέσω των οθονών, εμφανίζοντας κοινωνική ανωριμότητα, προβλήματα συγκέντρωσης και έλλειψη διάθεσης για μετάβαση στην ενήλικη ζωή.
Οι νέοι αποκτούν πρότυπα και αξίες μέσα από την επαφή τους με κοινωνικές ομάδες, όπως η οικογένεια, οι φίλοι ή το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, μέσα από αυτές τις συναναστροφές, διαμορφώνουν τη στάση τους απέναντι στην παραβατικότητα, ανάλογα με το αν οι ομάδες με τις οποίες συναναστρέφονται προάγουν ή αποδοκιμάζουν τέτοιες συμπεριφορές. Εκεί έρχεται να μας προβληματίσει η επαφή του παιδιού με τα ψηφιακά μέσα, που απομονώνεται, δεν εκφράζεται, αισθάνεται πως αποκτά δύναμη και επιρροή, χάνοντας τελικά την προσωπική του σκέψη. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η προσωπικότητα του νέου βρίσκεται σε διαρκή διαμόρφωση και μεταλλαγή και το μέσο της εφηβείας αποτελεί περίοδο έκρηξης για τις εγκληματικές δραστηριότητες, τα ψηφιακά μέσα και η υπερ-έκθεση στη βία μέσα από τα media, φέρνει εξοικείωση, απενοχοποίηση και τελικά μιμητισμό. Οι δομές του εγκεφάλου μας, που υποστυλώνουν την κριτική και τη δευτερογενή σκέψη, την πρόβλεψη δηλαδή των συνεπειών, ατροφούν, με αποτέλεσμα να υπερισχύει η παρορμητική συμπεριφορά, με θυμό και απογοήτευση, συναισθήματα που κυριαρχούν στην εφηβεία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα Πανελλήνιας Έρευνας του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής, οι έφηβοι που είχαν πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καυγά είναι πιθανότερο να είναι αγόρια, να ανήκουν σε αναδομημένες οικογένειες, να ασκούνται συχνά σωματικά, να καταναλώνουν συχνά ενεργειακά ποτά, να κοιμούνται λιγότερο (τα κορίτσια), να καπνίζουν/ ατμίζουν, να έχουν κάνει χρήση κάνναβης, να έχουν ήδη ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, να «το έχουν σκάσει» από το σπίτι και να έχουν κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στο προφίλ των εφήβων αυτών τείνουν επίσης να υπάρχουν το άγχος, η «κοπάνα» από το σχολείο, η χαμηλή υποστήριξη από το φιλικό περιβάλλον κι η άποψη ότι η περίοδος του COVID-19 είχε αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή τους.
Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την εστίαση στο σπίτι που μεγαλώνει το κάθε παιδί και άρα στον παράγοντα οικογένεια. Τα παιδιά εισπράττοντας την ένταση των γονιών, το θυμό, το έλλειμα της επικοινωνίας, πρώτα μέσα στο ζευγάρι και έπειτα μέσα στη σχέση γονιού – παιδιού, δεν μεγαλώνουν με τη συναισθηματική επικοινωνία. Οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, με το άγχος του ρολογιού, φέρνουν αποδιοργάνωση και σύγχυση στο σπίτι της οικογένειας και συχνά συνυπάρχουν με την έλλειψη επικοινωνίας, απουσία προβλεψιμότητας και δομής στις καθημερινές δραστηριότητες (ρουτίνα), τα οποία σχετίζονται με μειωμένη κοινωνικο-συναισθηματική λειτουργία (poorer social-emotional functioning), γνωστική ανάπτυξη και προβλήματα συμπεριφοράς στο παιδί.
Επιπλέον, ο παγκόσμιος επιπολασμός αποκαλύπτει ότι ένας στους έξι ανθρώπους έχει εκτεθεί σε ενδοοικογενειακή βία έως τα 18 έτη. Η έκθεση στη βία κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον εγκέφαλο, με σύγχρονες μελέτες να αναφέρουν ότι τόσο η παραμέληση, όσο και η βία, είτε είναι σωματική, είτε συναισθηματική, σχετίζεται με μείωση του όγκου της φαιάς ουσίας (προμετωπιαίος φλοιός, ιππόκαμπος) επηρεάζοντας τη μνήμη, τη λήψη αποφάσεων, τη συναισθηματική ρύθμιση, εμφανίζοντας συμπεριφορικά έλλειψη αυτοελέγχου και αυξημένη επιθετικότητα. Ακόμα, παρατηρείται υπερδραστηριότητα και αυξημένος όγκο της αμυγδαλής, η οποία σχετίζεται με την επεξεργασία των συναισθημάτων, ιδιαίτερα του φόβου και του άγχους και συνδέεται με υπερβολική αντίδραση σε στρεσογόνους ή απειλητικούς παράγοντες, προκαλώντας παρορμητική και επιθετική συμπεριφορά. Αλλά και δυσλειτουργία του συστήματος ανταμοιβής, κάτι που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για καταθλιπτικές διαταραχές και εθιστικές συμπεριφορές.
Η διαχείριση της βίας των ανηλίκων καθιστά απαραίτητη τη συνεργασία του διπόλου γονέας-σχολείο και του νομικού συστήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι λοιπόν, αφενός η σύνδεση γονέα με το σχολείο, που μαζί καλλιεργούν την ενσυναίσθηση και τη λειτουργική διαχείριση των ορίων, που δυστυχώς συχνά απουσιάζουν από τα σπίτια των οικογενειών. Ενώ, τα μέτρα παρέμβασης, είναι οι συνέπειες μέσα από το νομικό πλαίσιο με στόχο την καταστολή των φαινομένων.
Καταλήγοντας, η βία απαντά στην έλλειψη ωρίμανσης του εγκεφάλου. Η υπερβολική έκθεση στο ψηφιακό περιεχόμενο προκαλεί υπερ-πληροφοριακό φόρτο, οδηγώντας σε άγχος, ανησυχία, αλλά και θυμό, καθώς τα παιδιά προσπαθούν να επεξεργαστούν και να κατανοήσουν όλες τις πληροφορίες που δέχονται, χωρίς να καταφέρνουν να τις διαχειριστούν με αποτέλεσμα αυτό το συνεχές στρες να τα οδηγεί σε απόσπαση της προσοχής, πτώση των γνωστικών τους λειτουργιών, παράλληλα καλλιεργώντας ένα αίσθημα «δικαιωματισμού». Όλα αυτά ενισχύονται εάν οι γονείς είναι απόντες, εάν ακολουθούν ένα αυταρχικό στυλ ανατροφής, αλλά και αν υπερπροστατεύουν το παιδί τους.
Η αύξηση της βίας μεταξύ ανηλίκων στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες προκαλεί έντονο προβληματισμό. Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί αποκομμένο από την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι εντάσεις και οι αβεβαιότητες της εποχής αντανακλώνται στη συμπεριφορά των νέων. Η οικογένεια, παραδοσιακά ο πυρήνας της κοινωνικοποίησης και της συναισθηματικής στήριξης, βρίσκεται αντιμέτωπη με προκλήσεις, όπως η οικονομική αστάθεια, η ψηφιακή αποξένωση και η έλλειψη επικοινωνίας. Ωστόσο, η λύση μπορεί να βρίσκεται στην ενίσχυση της ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών, την προώθηση της ενσυναίσθησης και τη συνεργασία με την εκπαιδευτική κοινότητα. Μόνο με συλλογική προσπάθεια μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ανακόψουμε την τάση αυτής της βίαιης συμπεριφοράς και θα χτίσουμε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για την ανάπτυξη των παιδιών μας.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Ακολουθήστε μας στους λογαρισμούς μας στα Social Media ώστε να μαθαίνετε γρήγορα και εύκολα όλα τα νεότερά μας: Facebook , Instagram , LinkedIn