Βουλβοδυνία: μια ιατρική πάθηση που απειλεί την ψυχική και σεξουαλική υγεία της γυναίκας

Η βουλβοδυνία (Vulvodynia) αποτελεί μια ιατρική πάθηση που προκαλεί έντονη δυσφορία στη γυναίκα που τη βιώνει και  αναφέρεται στον πόνο, της ευρύτερης περιοχής του αιδοίου (γενικευμένος) ή σε συγκεκριμένη περιοχή, όπως στο άνοιγμα του κόλπου. Για να διαγνωστεί μια γυναίκα με βουλβοδυνία, ο πόνος θα πρέπει να διαρκεί για τουλάχιστον 3 μήνες, ενώ εκτός του πόνου, στη συμπτωματολογία αναφέρεται το αίσθημα τσιμπήματος, καψίματος, ο κνησμός και το τσούξιμο, ενώ η αιτιοπαθογένια δεν είναι ακόμη γνωστή. Αξίζει να αναφερθεί πως η συμπτωματολογία δεν εμφανίζεται μόνο κατά την σεξουαλική επαφή. Ως προς την κλινική εικόνα τα συμπτώματα είναι ποικίλης βαρύτητας, από μέτρια έως σοβαρά, χρόνια ή οξέα Ο επιπολασμός κυμαίνεται από 8-16%, ενώ σύμφωνα με την βιβλιογραφία, υπολογίζεται πως το ποσοστό είναι μεγαλύτερο καθώς συχνά δίνεται λανθασμένη διάγνωση ή μπορεί να μην δοθεί από τον θεράποντα ιατρό η δέουσα σημασία.

Η βουλβοδυνία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα και συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, με τις γυναίκες συνήθως να νιώθουν σεξουαλική δυσφορία (sexual dysphoria) και μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση (sexual satisfaction) στην πλειονότητά τους λόγω του πόνου κατά την διείσδυση (δυσπαρευνία), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρεται και αδυναμία διείσδυσης του πέους στον κόλπο (κολεόσπασμος). Έχει βρεθεί υψηλή συσχέτιση με μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, μειωμένη διέγερση και κολπική εφύγρανση.  

Σε ανασκόπηση 158 άρθρων, που δημοσιεύτηκε το 2023 στο επιστημονικό περιοδικό Sexual Medicine,  οι 3 βασικές κατηγορίες εμποδίων που συναντά η γυναίκα με βουλβοδυνία είναι:

1.Ψυχοκοινωνικά εμπόδια (Psychosocial Barriers)

Τα ψυχολογικά εμπόδια αναφέρονται σε όλες εκείνες τις δυσκολίες που επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική υγεία (mental health) και κατά συνέπεια την ποιότητα ζωής σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο (personal and social well-being). Οι ψυχοκοινωνικές δυσκολίες στη βουλβοδυνία έχουν στο επίκεντρο την προσμονή του πόνου (η γυναίκα σκέφτεται τα συμπτώματα ακόμα και όταν δεν τα βιώνει) που σχετίζεται με την καταστροφοποίηση, ενώ υπάρχει συννοσηρότητα με αγχώδεις εκδηλώσεις, καταθλιπτική συμπτωματολογία, μειωμένη αυτοαποτελεσματικότητα (self efficacy), αρνητική εικόνα σώματος και μειωμένη αυτοπεποίθηση, ενώ λιγότερο συχνά αναφέρεται και η μετατραυματική διαταραχή ως προϋπάρχουσα συνθήκη. 

2. Διαπροσωπικά εμπόδια (Interpersonal barriers)

Σε αυτή την κατηγορία ανήκει η μειωμένη στήριξη από το σύντροφο, η δυσλειτουργική ρύθμιση του συναισθήματος (emotional regulation), η χαμηλή σχεσιακή ικανοποίηση (relationship and marital satisfaction) που έχει τις ρίζες της στην χαμηλή ποιότητα επικοινωνίας, την απουσία ή χαμηλή βαθμό ψυχικής επαφής (συναισθηματική σύνδεση) και σεξουαλικής ικανοποίησης, συνιστώσες  που συνθέτουν το δυναμικό της σχέσης του ζευγαριού.  Γυναίκες με διάγνωση βουλβοδυνίας, που σημείωσαν υψηλά επίπεδα έντασης βιωμένων συμπτωμάτων, είχαν μακροχρόνιες σχέσεις, ήταν μεγαλύτερες ηλικιακά, ενώ ανέφεραν χαμηλή ενσυναίσθηση του συντρόφου καθώς και πίεση για να εμπλακούν σεξουαλικά. Από τις γυναίκες που είχαν σεξουαλική επαφή ανέφεραν πως υπήρχε καταναγκαστική σεξουαλική εμπλοκή με σκοπό να αποφύγουν τη δυσαρέσκεια του συντρόφου. Επιπρόσθετα, η ρύθμιση του συναισθήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έκφραση της δυσφορίας στο σχεσιακό πλαίσιο. Φάνηκε πως οι γυναίκες που είχαν δυσκολία να εκφραστούν συναισθηματικά και κατά συνέπεια να διαχειριστούν ένα δυσφορικό συναίσθημα, είχαν υψηλότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν εντονότερη και συχνότερη συμπτωματολογία.

3. Εξωτερικά εμπόδια (Structural and Environmental Barriers)

Η τρίτη κατηγορία περιγράφει όλες τις εξωτερικές δυσκολίες όπως καθυστερημένη διάγνωση, χαμηλή δέσμευση στην θεραπεία και δυσπιστία του υγειονομικού προσωπικού. Όσον αφορά την τελευταία υποκατηγορία αναφέρεται δυσκολία προσδιορισμού και αξιολόγησης της βουλβοδυνίας ως μια διακριτή ιατρική πάθηση. Η δυσκολία στην κλινική αξιολόγηση από το ιατρικό προσωπικό οφείλεται στην απουσία σωματικών σημείων (φανερά συμπτώματα).

Συνοψίζοντας, φαίνεται πως η ορθή διάγνωση της βουλβοδυνίας αποτελεί μια πρόκληση για τους κλινικούς. Μιας και τα αίτια δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα,  συνίσταται μια ολιστική θεραπευτική προσέγγιση που εστιάζει τόσο στην ανακούφιση του πόνου (σωματικά συμπτώματα), όσο και στη διαχείριση της συναισθηματικής δυσφορίας και την ενίσχυση της σεξουαλικής εικόνας της γυναίκας, με στόχο την αύξηση της ποιότητας ζωής.

Παπαδόπουλος Περικλής

Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής

Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.

Πηγή: Niedenfuehr, J., Edwards, M., & King, L. M. (2023). A scoping review: the psychosocial barriers that exist for people with vulvodynia. The Journal of Sexual Medicine, qdad035.