Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανσιμό Υγείας η υπογονιμότητα χαρακτηρίζει ένα ζευγάρι το οποίο μετά την πάροδο 12 μηνών στους οποίους προσπαθεί, μέσω σεξουαλικής επαφής χωρίς προφύλαξη, να επιτύχει μια εγκυμοσύνη, δεν τα έχει καταφέρει. Υπολογίζεται ότι 12-16% των ζευγαριών παγκοσμίως είναι υπογόνιμα, ενώ τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία επιφέρουν επιπτώσεις σε ψυχολογικό αλλά και σεξουαλικό επίπεδο.
Το ζευγάρι που έρχεται αντιμέτωπο με την εμπειρία της υπογονιμότητας βιώνει καθοριστικές αλλαγές στην ποιότητα της σχέσης του. Αφενός, η γυναίκα έχει αισθήματα απώλειας του ελέγχου, σαν το σώμα της να “επαναστατεί” ενάντια στην βούληση της, συγκρίνεται με τις άλλες γυναίκες με αποτέλεσμα να νιώθει μειονεκτικά, βιώνει ψυχολογικό κενό, καθώς βλέπει το μητρικό της ένστικτο να παραμένει ανεκπλήρωτο. Αφετέρου, ο άνδρας νιώθει ότι είναι ανεπαρκής στον σεξουαλικό του ρόλο, αισθάνεται ενοχικά, αδύναμος ως προς την συνέχιση του γενεαλογικού του δέντρου. Λογικό επακόλουθο είναι η διαταραχή της επικοινωνίας στο ζευγάρι, η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνεννοησία. Κυρίαρχα συναισθήματα στη σχέση του ζευγαριού είναι ο θυμός, που εκφράζεται μέσα από συγκρουσιακές καταστάσεις, και το άγχος για την προσδοκώμενη εγκυμοσύνη. Ως απόρροια επέρχεται συναισθηματική απομάκρυνση και ψυχρότητα, γεγονός που επηρεάζει καταλυτικά και την σεξουαλική ζωή του ζευγαριού.
Η επιθυμία τεκνοποίησης “επιβάλλει” συγκεκριμένο προγραμματισμό στις επαφές, που το ζευγάρι οφείλει να ακολουθήσει βάσει των οδηγιών του γυναικολόγου. Το σεξ αποτελεί πλέον ένα κυνήγι της γονιμότητας, που γίνεται μηχανιστικά, ενώ η σεξουαλική ικανοποίηση αντικαθίσταται από το αποτέλεσμα. Ο χρόνος αγχώνει τη γυναίκα που “πρέπει” να μείνει έγκυος, ενώ ο άνδρας εργαλειοποιείται καθώς αισθάνεται ότι “πρέπει” να έχει στύση όταν “πρέπει”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται ο αυθορμητισμός, τα ερωτικά παιχνίδια να αντικαθίστανται από θερμόμετρα και τεστ ωορρηξίας και να αυξάνεται το άγχος επίδοσης.
Ο χρόνος είναι ο μεγάλος εχθρός για ένα υπογόνιμο ζευγάρι. Με την πάροδο του, αυξάνεται η ψυχολογική πίεση, ενώ μειώνεται η σεξουαλική ικανοποίηση, η τρυφερότητα κι η εγγύτητα ανάμεσα στους συντρόφους. Πολλές φορές το υπογόνιμο ζευγάρι επιλέγει να κρύψει το πρόβλημα από το οικογενειακό του περιβάλλον, καθώς νιώθει μεγάλο άγχος στο «εδώ και τώρα» προκειμένου να επιτύχει μια εγκυμοσύνη. Η γονεϊκή πίεση εντείνει τη συναισθηματική δυσφορία και το «σεξουαλικό μπλοκάρισμα» του υπογόνιμου ζεύγους.
Τα παραπάνω αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση σεξουαλικών δυσλειτουργιών και στους δύο συντρόφους. Η γυναίκα φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο αρνητικά στην διάθεση και την επιθυμία που έχει για σεξουαλική επαφή, ενώ ο άνδρας, κάτω από το βάρος της ανάγκης να αποδώσει με επιτυχία, μπορεί να εκδηλώσει προβλήματα με την στύση, δυσκολία επίτευξης ή/και διατήρησης της, αλλά και την εκσπερμάτιση του. Όλα αυτά οδηγούν το ζευγάρι στο να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο, ενώ οι σύντροφοι αρχίζουν να αποφεύγουν τη σεξουαλική επαφή, γεγονός που δυσχεραίνει τις προσπάθειες σύλληψης.
Μελέτες έχουν δείξει πως ζευγάρια που διατηρούν τη σεξουαλική τους δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όχι μόνο διαχειρίζονται καλύτερα το πρόβλημα, αλλά έχουν και σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες σύλληψης. Η αποκατάσταση της σεξουαλικής ζωής των συντρόφων θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αντιμετώπισης της υπογονιμότητας. Εύλογα, όμως, αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε το ζευγάρι να διατηρήσει τη συναισθηματική και σεξουαλική του εγγύτητα, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Σε αυτό ακριβώς το ερώτημα θα απαντήσουμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου. Μείνετε συντονισμένοι!
Διδυμοπούλου Αγγελική
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.