Νομίζω, ότι η αγκαλιά μιας ξαπλώστρας στην παραλία, αυτή τη περίοδο, είναι η πιο γεμάτη αγκαλιά του καλοκαιριού, αγναντεύοντας τη θάλασσα, παρατηρώντας τους διερχομένους λουόμενους περπατώντας με ναρκισσιστική χάρη, αλλά και εκείνους που με το κινητό στο χέρι φωνασκούν για να επικοινωνήσουν μεσα από το σκηνικό της ζωηρής και ατίθασης παραλίας, που όλα τα χωράει αλλά και όλα τα μετράει! Μέσα σ’αυτή την εικόνα και εγώ επάνω στη ξαπλώστρα μου, χαλαρώνω από τις καθημερινές σκέψεις μου, έχοντας κολυμπήσει στα πράσινα νερά του Ιονίου πελάγους, θέλοντας να αφεθώ στη ανεμελιά των ημερών. Μάλλον έχω βυθιστεί σε ένα γλυκό αίσθημα του άδειου μυαλού μου, όπου η ευγενική φωνή του χαμογελαστού νεαρού φτάνει στα αυτιά μου, «να σας φέρω κάτι;» Ξυπνάω από τη γλυκειά μου αποχαύνωση, ζητώντας ένα κρύο καφέ με πολλούς πάγους, φυσικά χωρίς ζάχαρη, ενώ νιώθω όλο το καλοκαίρι μέσα σε αυτόν τον κρύο καφέ που θα έλθει!
Η τσιρίδα όμως μιας κυρίας, μαμάς, του μικρού Κωννου, από τη διπλανή ξαπλώστρα με τσιτώνει, ακούγοντας την να φωνάζει απελπισμένη «έλα λοιπόν να φας το τοστ σου», στο μικρό Κωννο, που στριφογύριζε σαν τη μέλισσα γύρω από το λουλούδι, χωρίς όμως να μένει σ´αυτο. Το κινητό της μαμάς που κτύπησε άλλαξε όλο το σενάριο αφήνοντας απ’ έξω τον μικρό Κωννο και το τοστ μέσα στο πιατάκι. Ετσι όλα ηρέμησαν με το κινητό και την κυρία να κλέβουν την παράσταση και την αγωνία μου, εάν ο μικρός θα φάει το τοστ και τη μητέρα να ηρεμεί. Πράγματι ένα κινητό, πολλά μπορεί να αλλάξει..
Πίνοντας τον κρύο μου καφέ, που είχε φτάσει στο τραπεζάκι μου, από τον ευγενικό νέο, από πίσω μου, χωρίς να έχω δει ποιοι κάθονται στις ξαπλώστρες, μια γυναικεία φωνή, μάλλον μέσης ηλικίας, έλεγε, πιθανά στον άνδρα της, με αυστηρό τόνο «όταν επιστρέψουμε θα την διώξεις, γιατί δεν πάει άλλο. Απο το Πάσχα, μου λες ότι θα φύγει, δεν το έχεις κάνει ακόμα! Τώρα δεν πάει άλλο! Δεν θα κάθομαι σα χαζή, να βλέπω τα σαλιαρίσματα σας! Και η αδελφή μου μού το λέει, γιατί το ανέχεσαι αυτό;»
Αντρική φωνή δεν άκουγα, νόμιζα ότι μιλούσε στο κινητό, προφανώς στον άνδρα της, αλλά ο βήχας του με έκανε να καταλάβω ότι καθόταν δίπλα της, αλλά δεν έλεγε τίποτα, σιωπή. Δεν τόλμησα να γυρίσω να δω πίσω τις ξαπλώστρες τους, θα ήταν και ανάγωγο, αλλά ένιωθα την ένταση που επικρατούσε… Η θυμωμένη, μάλλον σύζυγος, του είπε και άλλα τέτοια όμορφα λόγια, ακόμη και για το πως είναι μεταξύ τους, μετά την εμφάνιση αυτής της γυναίκας, μάλλον σε κάποιο μαγαζί του κυρίου, που παρέμενε σιωπηλός και μυστηριώδης στις κατηγόριες της, μέχρι που του είπε «δεν καταλαβαίνεις ότι σε κλέβει και στο ταμείο, μου το είπαν (ανέφερε δυο ονόματα), ότι την είδαν!!»
Άθελα μου, είχα γίνει ωτακουστής, προς στιγμή αισθάνθηκα ότι είμαι στο γραφείο μου, με ζευγάρι μπροστά μου, περίμενα να ακούσω τι θα έλεγε εκείνος, αλλά η μαμά του Κωννου, είχε κλείσει το κινητό, με το τοστ, να έρχεται στην επικαιρότητα της στιγμής και τον μικρό Κωννο, να κόβει βόλτες πάνω από τα κεφάλια μας, αδιαφορώντας για το τοστ, που παρέμενε στωικά στο πιατάκι. Η φωνή του κυρίου ακούστηκε εκνευρισμένη, απότομη και απαιτητική. «Σταμάτα πιά», ενώ συνέχισε να της λέει ότι είναι καχύποπτη, όλες τις βλέπει ερωμένες, και η συγκεκριμενη (ανέφερε το όνομα της), είναι πολύ καλή και απαραίτητη! Ακόμη της είπε ότι αυτός θα αποφασίσει να την διώξει, ενώ της υποσχέθηκε, μάλλον για μια φορά ακόμη, ότι θα έλθει η στιγμή που θα φύγει, της σχολίασε τις παράλογες ζήλιες της, ως αβάσιμες, την παρατήρησε ότι δεν του έχει εμπιστοσύνη, ενώ δεν της έχει δώσει τέτοιες αφορμές!
Την συνέχεια δεν την παρακολούθησα, σηκώθηκα από την ξαπλώστρα μου, η ζέστη ήταν έντονη, η θάλασσα ένιωσα ότι με καλούσε στη αγκαλιά της, ενώ και ο μικρός Κωννος τελικά έφαγε το τοστ! Το ζευγάρι δεν γύρισα να το δω, άλλωστε τι σημασία θα είχε! Σκέφτηκα ποσό υποφέρουν οι ξαπλώστρες, από εμάς τους ανθρώπους που πηγαίνουμε διακοπές, χαλώντας τη ησυχία τους. Πηγαίνοντας προς τη παραλία, ξαναχτύπησε το κινητό της μαμάς του μικρού Κωννου! Επιτάχυνα το βήμα μου να μπω μέσα στα νερά της θάλασσας…
Θάνος Ε. Ασκητής