Η στυτική δυσλειτουργία περιγράφει την επαναλαμβανόμενη ή σταθερή αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης στύσης, που είναι επαρκής ώστε να προσφέρει σεξουαλική ικανοποίηση. Ο κίνδυνος στυτικής δυσλειτουργίας αυξάνεται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, με ποσοστά επιπολασμού περίπου 20% πριν από την ηλικία των 30 ετών, 25% σε ηλικία 30 έως 39 ετών, 40% σε ηλικία 40 έως 49 ετών, 60% σε ηλικία 50 έως 59 ετών, 80% σε ηλικία 60 έως 69 ετών και 90% σε άτομα άνω των 70 ετών. Ποια είναι η ψυχολογία της στυτικής δυσλειτουργίας;
Μια ανασκόπηση διαπίστωσε ότι οι σκέψεις μας συμβάλλουν σημαντικά στη σεξουαλική δυσλειτουργία, τόσο σε γυναίκες, όσο και σε άνδρες.
Το στρες της ζωής (εργασία, οικογένεια, οικονομικοί παράγοντες, αιφνίδιες αλλαγές, κοινωνικές πιέσεις) και οι αρνητικές σκέψεις κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα αποτελούν τους κύριους ψυχολογικούς παράγοντες στυτικής δυσλειτουργίας ιδιαίτερα σε νεαρούς άνδρες. Οι γνωστικοί, λοιπόν, παράγοντες τη στιγμή της σεξουαλικής εμπλοκής, αφορούν ενοχλητικές σκέψεις που παρεμβάλλονται, αποσπάσουν την προσοχή από τα σεξουαλικά ερεθίσματα (τα οποία πυροδοτούν σήματα από τον εγκέφαλο στο πέος για έναρξη και διατήρηση της στύσης), προκαλώντας, ενισχύοντας και επανατροφοδοτώντας την έντονη ανησυχία (άγχος επίδοσης), με αποτέλεσμα την αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης της στύσης.
Το άγχος επίδοσης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη σεξουαλική δραστηριότητα, εμφανίζεται γνωστικά ως εξής: «είμαι τελείως αποτυχημένος επειδή η στύση μου δεν είναι 100%», «είμαι σίγουρος ότι δεν θα λειτουργήσει απόψε», «αν δεν τα καταφέρω πάλι, θα με χωρίσει», «είμαι ανίκανος».
Η αλλαγή της εστίασης της προσοχής, κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, φαίνεται να είναι το κεντρικό ζήτημα, καθώς συμβαίνει μετατόπιση από τα εξωτερικά ερεθίσματα (παύω να βλέπω και να αισθάνομαι όσα με διεγείρουν στη σύντροφο), σε μια εσωτερική εστίαση προσοχής – αυτοκριτικής και απαισιοδοξίας, έτσι το άτομο έχει πλήρως απεμπλακεί από τη στιγμή και βρίσκεται εγκλωβισμένο στο άγχος του.
Οι νεαροί άνδρες συνηθίζουν να αποδίδουν τα αίτια της στυτικής τους δυσκολίας, από μόνοι τους (χωρίς κλινικό έλεγχο από γιατρό) σε οργανικούς παράγοντες, μη μπορώντας να εντοπίσουν και αποδεχτούν το πόσο αγχωμένοι αισθάνονται. Αυτές οι εσωτερικές αποδόσεις (βιολογικά αίτια) είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν σταθερά στυτικά προβλήματα, σε αντίθεση με εκείνους που θα αποδώσουν το πρόβλημα π.χ. στην κόπωση, στο άγχος κ.α.
Εάν το άτομο απομονωθεί στη σκέψη του, δεν μοιραστεί το πρόβλημα και το άγχος του με τη σύντροφο, ενέχει ο κίνδυνος να απομακρυνθούν, καθώς με τη σειρά της η σύντροφος απογοητεύεται και δεν κατανοεί τι συμβαίνει, αποδίδοντας ευθύνες και στον εαυτό της «Δεν του αρέσω αρκετά», «Μήπως συμβαίνει κάτι;», αισθανόμενη απόρριψη, θυμό και δυσπιστία.
Κλείνοντας, η κατάθλιψη συμβάλλει σε αυξημένο κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας, αλλά επίσης η εμπειρία της στυτικής δυσλειτουργίας σχετίζεται με τριπλάσια αύξηση του κινδύνου επακόλουθης διάγνωσης κατάθλιψης, αλλά και αυξημένο κίνδυνο αγχωδών διαταραχών. Σε κάθε περίπτωση το άτομο είναι σημαντικό να αναζητήσει τη στήριξη ενός ειδικού ψυχικής και σεξουαλικής υγείας, καθώς όσο πιο γρήγορα κινηθεί, τόσο πιο σύντομα θα μειώσει το άγχος του, αντιμετωπίζοντας τη ρίζα του προβλήματος και όχι καταφεύγοντας σε σπασμωδικές γρήγορες «λύσεις» που εν τέλει θα το παγιδεύσουν περισσότερο…
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Ακολουθήστε μας στους λογαρισμούς μας στα Social Media ώστε να μαθαίνετε γρήγορα και εύκολα όλα τα νεότερά μας: Facebook , Instagram , LinkedIn